- κρουσιδημώ
- κρουσιδημῶ, -έω (Α)(κωμ. κατά το κρουσιμετρώ*) εξαπατώ τον δήμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ- (πρβλ. κρούσ-ις τού κρούω) + δημῶ (< -δήμος < δῆμος), πρβλ. απο-δημώ, εν-δημώ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek